ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

10 Οκτωβρίου 2020- Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας

Γράφει η Δρ Μαρία ΝΚ Καρανικόλα*

 

Η Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας θεσπίστηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) και την Παγκόσμια Ομοσπονδία Ψυχικής Υγείας (World Federation for Mental Health) στις 10 Οκτωβρίου του 1992, και έκτοτε καλούμαστε να τιμούμε την ημέρα αυτή και να υπενθυμίζουμε την ανάγκη για προαγωγή και προάσπιση της ψυχικής ευεξίας των ανθρώπων.

Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, περίπου 1.000.000.000 άνθρωποι αντιμετωπίζουν κάποιο σοβαρό πρόβλημα ψυχικής υγείας σε παγκόσμια κλίμακα (WHO, 2018). Σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας (ΟΟΑΣ), περισσότερα από ένα στα έξι άτομα στην Ευρώπη εμφάνισε κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας το 2016, το οποίο αντιστοιχεί σε περίπου 84 εκατομμύρια ανθρώπους (OECD/EU, 2018).  Οι συχνότερες σοβαρές ψυχικές διαταραχές είναι οι αγχώδεις διαταραχές, οι διαταραχές διάθεσης (π.χ μανιοκατάθλιψη, μονοπολική κατάθλιψη) και οι διαταραχές που σχετίζονται με τη χρήση ουσιών (OECD/EU, 2018). Ένα πολύ σοβαρό σύμπτωμα των διαταραχών αυτών είναι η συμπεριφορά αυτοκτονίας. Μάλιστα, η περσινή Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας ήταν αφιερωμένη στην πρόληψη της αυτοκτονίας. Ειδικότερα, τα δεδομένα δείχνουν ότι περίπου κάθε 40 δευτερόλεπτα ένας άνθρωπος στον πλανήτη χάνει τη ζωή του λόγω αυτοκτονίας, με αποτέλεσμα περίπου 800.000 άνθρωποι συνολικά να χάνουν κάθε χρόνο τη ζωή τους λόγω αυτοκτονίας, ενώ η αυτοκτονία συνιστά τη δεύτερη αιτία θανάτου στους νέους ηλικίας 15–29 ετών (WHO, 2018). Στην Ευρώπη, περισσότεροι από 84 000 άνθρωποι το 2015 αποδόθηκαν σε κάποια ψυχική νόσο, συμπεριλαμβανομένης της αυτοκτονίας (OECD/EU, 2018). Συνολικά, το προσδόκιμο ζωής των ατόμων με σοβαρές ψυχικές διαταραχές είναι μειωμένο περίπου κατά 10 – 20 χρόνια (OECD/EU, 2018). Παράλληλα, πολλαπλάσια άτομα βιώνουν τις επιπτώσεις της αυτοκτονίας του αγαπημένου τους προσώπου (Zavrou et al. 2016).

 

Επομένως, όταν αναφερόμαστε στην παγκόσμια επιβάρυνση που απορρέει από τα προβλήματα ψυχικής υγείας, θα πρέπει κανείς στους αριθμούς των ατόμων που βιώνουν κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας ή χάνουν τη ζωή τους από κάποια αιτία που σχετίζεται με πρόβλημα ψυχικής υγείας  να προσθέτει και τον πολλαπλάσιο αριθμό ατόμων που παρέχουν άτυπα φροντίδα στα άτομα με σοβαρές ψυχικές διαταραχές και βιώνουν και αυτά τις επιπτώσεις της ψυχικής νόσου (Papastavrou et al. 2015). Οι επιπτώσεις της ανεπαρκούς και αναποτελεσματικής αντιμετώπισης των ψυχικών διαταραχών διατρέχουν τόσο τους πάσχοντες όσο και τις οικογένειές τους, καθώς και την κοινότητα. Επιπλέον, η επιβάρυνση του συστήματος υγείας από την ανάγκη επαναλαμβανόμενων θεραπειών ή/και πολυήμερων νοσηλειών λόγω (α) διακοπής της θεραπευτικής συνέχειας, (β) μη πρόσβασης στις κατάλληλες υπηρεσίες ψυχικής υγείας, και (γ)  έλλειψης των κατάλληλων υπηρεσιών υγείας, είναι μεγάλη.

Βάσει των ευρημάτων μίας μεγάλης απογραφικής μελέτης στην Κύπρο φάνηκε ότι περίπου τα μισά από τα άτομα που εισάχθηκαν ακούσια για υποχρεωτική ψυχιατρική νοσηλεία δεν είχαν λάβει προηγουμένως καμία παρέμβαση για προβλήματα ψυχικής υγείας (Kaikoushi et al. 2019). Το δεδομένο αυτό δείχνει ότι μεγάλο ποσοστό ατόμων με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας παραμένει στην κοινότητα χωρίς να λαμβάνει κανενός είδους θεραπευτική παρέμβαση, και μόνο όταν τα συμπτώματα γίνονται τόσο σοβαρά ώστε να απειλείται η ζωή των ατόμων αυτών ή των γύρω τους να εισέρχονται με δικαστικό διάταγμα στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας για υποχρεωτική νοσηλεία. Η απαξίωση και η κοινωνική απομόνωση των ατόμων που εισέρχονται ακούσια για ψυχιατρική νοσηλεία και των οικογενειών τους έχουν καταγραφεί σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά και στην Κύπρο (Kaite et al. 2016).

Επίσης, γνωρίζουμε ότι όσο περισσότερο καθυστερεί η θεραπευτική αντιμετώπιση των προβλημάτων ψυχικής υγείας, τόσο χειρότερη είναι η κλινική έκβασή τους (Patterson et al. 2019). Μάλιστα, δεδομένα από τον Κυπριακό χώρο δείχνουν ότι τα άτομα με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας για μεγάλα χρονικά διαστήματα δεν λαμβάνουν την κατάλληλη θεραπεία, με αποτέλεσμα να διαταράσσεται η πορεία της ζωής όχι μόνο των ίδιων, αλλά και των οικογενειών τους, και συνεπακόλουθα να μειώνεται η ποιότητα της ζωής τους (Hatziioannou et al. 2017). Ένας λόγος που τα άτομα αυτά δεν λαμβάνουν την κατάλληλη θεραπεία είναι το γεγονός ότι για μεγάλα χρονικά διαστήματα δεν λαμβάνουν τη σωστή διάγνωση (Parker et al. 2018 ). Ωστόσο, ένας άλλος σημαντικός λόγος που συνιστά εμπόδιο στην αναζήτηση έγκαιρης και έγκυρης θεραπείας είναι το κοινωνικό στίγμα για την ψυχική νόσο και τα σχετικά κοινωνικά στερεότυπα για τη νόσο και τα άτομα με ψυχικό νόσημα. Ένα επιπλέον εμπόδιο είναι και η χαμηλή εγγραμματοσύνη (literacy) του κοινού για θέματα ψυχικής υγείας που εκτός από τη διαιώνιση του στίγματος συμβάλλει και στη δυσκολία αναγνώρισης των συμπτωμάτων ψυχικής διαταραχής ως τέτοιων και στη συνεπακόλουθη πρόσβαση των πάσχοντων ατόμων στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας (Picco et al. 2018).

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, εύκολα κατανοεί κανείς τους λόγους για τους οποίους η φετινή Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας είναι αφιερωμένη στην βελτίωση των υπηρεσιών και την αύξηση των δράσεων ψυχικής υγείας, καθώς και στην ευχερέστερη προσβασιμότητα στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Ο ΠΟΥ συνεχίζει να εφιστά την προσοχή των κρατών στο μέγεθος του χάσματος μεταξύ των προσφερόμενων υπηρεσιών υγείας και των αναγκών ψυχικής υγείας, αλλά και στην πτωχή πρόσβαση σε αυτές. Συγκεκριμένα, η φετινή εκστρατεία της Παγκόσμιας Ημέρας Ψυχικής Υγείας φέρει τον τίτλο: «Ψυχική Υγεία για Όλους. Μεγαλύτερη Επένδυση – Μεγαλύτερη Προσβασιμότητα» (Mental Health for All. Greater Investment – Greater Access). Στόχος είναι να παρακινηθούν οι κυβερνήσεις και τα συστήματα υγείας να αυξήσουν τον προϋπολογισμό τους για τον τομέα της  ψυχικής υγείας που συνιστά έναν από τους τομείς της δημόσιας υγείας που έχουν παραμελήσει τα κράτη περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον.

Συνολικά, περίπου μόλις το 2% των ανθρώπων παγκόσμια έχουν πρόσβαση στις κατάλληλες υπηρεσίες υγείας, και ακόμη λιγότεροι σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Μάλιστα, στις χώρες μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος, περισσότεροι από το 75% των ατόμων με ψυχικές και νευρολογικές διαταραχές, συμπεριλαμβανομένων και των σχετιζόμενων με χρήση ουσιών διαταραχών, δεν λαμβάνουν κάποιο είδος θεραπείας (WHO, 2018). Επιπλέον, το στίγμα της ψυχικής νόσου, οι διακρίσεις και οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και η δυσλειτουργική ποινική νομοθεσία προς τους ψυχικά πάσχοντες παραβάτες συνεχίζουν να υφίστανται στις περισσότερες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου (Christodoulou-Fella et al. 2017).

 

 

Την ίδια στιγμή, η ανάγκη για αναχαίτιση της πρόσφατης πανδημίας COVID-19 αναμένεται να απορροφήσει ακόμη περισσότερα κονδύλια περιορίζοντας τα διαθέσιμα ποσά για τον τομέα των υπηρεσιών της ψυχικής υγείας, τη στιγμή μάλιστα που η ψυχική υγεία του γενικού πληθυσμού έχει καταστεί ευάλωτη, αλλά και η επιδείνωση της κλινικής πορείας ατόμων με σοβαρά προβλήματα αναμένεται να είναι μεγαλύτερη (Torales et al. 2020). Εκτός από τους νέους και σοβαρούς στρεσογόνους παράγοντες που συνοδεύουν την πανδημία, η ανάγκη κοινωνικής απομόνωσης και περιορισμού των μετακινήσεων επέφερε ουσιαστικές δυσκολίες στην ήδη δυσχερή πρόσβαση στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας για αυτούς που τις έχουν ανάγκη. Σε κάθε περίπτωση, η πανδημία ανέδειξε την απουσία εναλλακτικών και κατάλληλων υποδομών προαγωγής της ψυχικής υγείας  και παραμένει μία πρόκληση για τα συστήματα υγείας.

Αντιλαμβανόμενοι τις επιπτώσεις της πανδημίας Covid-19 στον τομέα της ψυχικής υγείας και το κάλεσμα του ΠΟΥ για αύξηση των επενδύσεων και της προσβασιμότητας στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας, επισημαίνουμε την ανάγκη δημιουργίας κοινού πλαισίου δράσης μεταξύ κρατικών υπηρεσιών υγείας/ φορέων πολιτικής υγείας, πανεπιστημιακής κοινότητας, μη κυβερνητικών οργανώσεων και πολιτών. Βασικός στόχος είναι να οργανωθούν και να εφαρμοστούν δράσεις που θα συμβάλλουν στην κινητοποίηση των κρατικών φορέων για αύξηση των κονδυλίων υπέρ της ανάπτυξης και βελτίωσης της ποιότητας των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, αλλά και προαγωγής της εγγραμματοσύνης του κοινού σε θέματα ψυχικής υγείας και της πρόσβασης στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Η περιορισμένη πρόσβαση στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας παιδιών και εφήβων, γυναικών κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης και της λοχείας, αδικοπραγούντων, προσφύγων ή άλλων μειονοτήτων είναι μόνο κάποιες από τις προκλήσεις που καλούνται να διαχειριστούν τα σύγχρονα συστήματα υγείας. Σ’ αυτές προστίθεται και η ανάγκη για θεσμοθέτηση στοχευμένων και πολιτισμικά επαρκών υπηρεσιών ψυχικής υγείας που θα γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ πρόσβασης και παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας.

*Η Δρ Μαρία ΝΚ Καρανικόλα είναι αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Νοσηλευτικής- ΤΕΠΑΚ

Leave a Reply